προσκρουστήρας

προσκρουστήρας
ο, Ν
1. κάθε όργανο ή αντικείμενο που χρησιμεύει για το σταμάτημα τής κίνησης άλλου αντικειμένου που προσκρούει πάνω σε αυτό
2. κομμάτι από σίδερο που υπερέχει λίγο από το έδαφος και στο οποίο προσκρούουν βαριά πορτόφυλλα για να αποφεύγεται έτσι η κρούση τους με δύναμη πάνω στους τοίχους
3. (στην οχυρωτική) στρωτήρας ή τετραγωνική δοκός που τίθεται μπροστά από την κλίνη τού πυροβόλου για να αποφεύγεται η επάνω στο προπέτασμα κρούση τών τροχών κατά την επαναφορά τού πυροβόλου στην αρχική του θέση μετά από κάθε βολή
4. φρ. «προσκρουστήρες σιδηροδρομικών οχημάτων» — ισχυρές δοκοί μπηγμένες σταθερά στο έδαφος, οι οποίες φέρουν στο ύψος τών αντωστήρων τών σιδηροδρομικών οχημάτων αντωστήρες με ελατήρια για να σταματούν τα βαγόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσκρούω + επίθημα –τήρας (πρβλ. κινη-τήρας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”